Η Ελαφόνησος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου. Ο πληθυσμός του νησιού, που είναι περίπου εξακόσιοι κάτοικοι το χειμώνα, το καλοκαίρι σχεδόν διπλασιάζεται. Το νησί είναι πόλος έλξης τουριστών με κορύφωση το μήνα Αύγουστο.
Έχει έκταση 19 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αποτελεί την Κοινότητα Ελαφονήσου, του νομού Λακωνίας. Πιο συγκεκριμένα το κοινοτικό διαμέρισμα Ελαφονήσου αποτελείται από το χωριό Ελαφόνησος και τους οικισμούς Καπάρι, Κάτω Νησί, Λεύκη και Πούντα. Κατά την απογραφή του 2001 η κοινότητα είχε συνολικά 745 κατοίκους, από τους οποίους 625 κατοικούσαν στο χωριό Ελαφόνησος και στους οικισμούς οι υπόλοιποι ως εξής: 10 στο Καπάρι, 70 στο Κάτω Νησί, 35 στην Λεύκη και 13 στην Πούντα.
Η Ελαφόνησος ανήκει στο Νομό Λακωνίας, ανατολικά βρίσκεται η Νεάπολη, έδρα του Δήμου Βοιών που μαζί με τα υπόλοιπα χωριά στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου αποτελούν τα Βάτικα.
Στα νότια βρίσκονται τα Κύθηρα (Τσιρίγο).Κατά την αρχαιότητα η σημερινή Ελαφόνησος δεν αποτελούσε νησί, αλλά τη χερσόνησο “ΟΝΟΥ ΓΝΑΘΟΣ”, καθώς το τότε σχήμα παρέπεμπε στην όψη γαϊδουρομασέλας, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος στην περιήγησή του τοποθετεί την πόλη στην ποντισμένη σήμερα περιοχή της νησίδαςΠαυλοπέτρι (Πετρί), όπου διακρίνονται ακόμη και σήμερα χαλάσματα σπιτιών και καρόδρομοι, όπως και στον Κάβο Καλογήρου (Καλόγερας)κοντά στο νησί Κασέλα στης Παναγίας τα Νησιά αλλά και αλλού. Μαζί με την περιοχή μεταξύ του νησιού και της Πελοποννήσου, που ποντίστηκε μετά τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ποντίστηκαν και άλλα μικρότερα κομμάτια γης πέριξ του νησιού που σήμερα μας ανταμείβουν με τα υπέροχα χρυσοπράσινα χρώματα στα νερά άνωθεν τους.
Το σημερινό της όνομα η Ελαφόνησος το οφείλει στο πλούσιο κυνήγι που υπήρχε στην περιοχή από την αρχαιότητα, καθώς, όπως αναφέρεται και από τον Παυσανία, πολλά ήταν τα ιερά της Αρτέμιδας στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα από την ύπαρξη πλήθους μικρόσωμων ελαφιών κόκκινου χρώματος. Άλλωστε και το διάσημο άγαλμα της Θεάς Αρτέμιδας στο Μουσείο του Λούβρου, που κρατά ένα τέτοιο ελάφι, έχει βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή.
Σύμφωνα και με Βενετσιάνικους χάρτες του 15ου αιώνα, η Ελαφόνησος αποτυπώνεται ως CERVI “τσέρβι” και τα Κύθηρα ως CERIGO “τσερίγκο” (όνομα που οι ντόπιοι χρησιμοποιούν ως και σήμερα για τα Κύθηρα, κάτι που δεν έγινε στην Ελαφόνησο, καθώς δεν κατοικούνταν τότε). Τέλος, το απέναντι χωριό Βιγκλάφιαμαρτυρά με το όνομά του την αλήθεια αυτή (ΒΙΓΚΛΑ – ΕΛΑΦΙΑ), καθώς από εκεί απλώνεται μπροστά μας πεντακάθαρα όλος ο κάμπος ως την Ελαφόνησο, όπως και η λιμνοθάλασσα Στρογγύλη. Ως φυσικό παρατηρητήριο, λοιπόν, των κόκκινων αυτών ελαφιών δε θα μπορούσε παρά να αποδοθεί αυτό το τοπωνύμιο.
Η Ελαφόνησος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 περιλήφθηκε στο ελεύθερο στη συνέχεια κράτος, όταν η ελληνική πλευρά εκμεταλλεύτηκε την μη αναγραφή της Ελαφονήσου, όπως παράλληλα και της νήσου Σαπιέντζα, σε καμιά συνθήκη κυριαρχίας της «Επτανησιακής Πολιτείας» από τους Άγγλους, στην οποία ουσιαστικά κι ανήκαν τότε. Όταν ξέσπασαν στην Αθήνα τα γνωστά Παρκερικά εξ αιτίας του Εβραίου τυχοδιώκτη Πατσίφικο, όπου κατά τον ωμότερο και βιαιότερο τρόπο επιβλήθηκε αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός προκειμένου η Αγγλία να πετύχει παράλληλα την επιβολή φιλοβρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και τη μεταβολή της ακολουθούμενης τότε ελληνικής φιλορωσικής πολιτικής, μεταξύ άλλων η Αγγλία διά του τότε Πρωθυπουργού της απαίτησε και την παράδοση της Ελαφονήσου ως προσάρτημα των Ιονίων νήσων που τελούνταν ακόμα υπό την κυραρχία της. Τότε ο Όθωνας προσκαλώντας για την επίλυση της διαφοράς τη μεσολάβηση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (Γαλλίας και Ρωσίας) έδωσε μυστική εντολή για έμμεση εγκατάσταση κατοίκων στην Ελαφόνησο και μεταφορά αιγοπροβάτων από την έναντι περιοχή της Νεάπολης Βοιών και τα γύρω χωριά προκειμένου να παρουσιάζει αυτή οικονομική εκμετάλλευση. Έτσι, τον Απρίλιο του 1850, όπου και έληξε ο ναυτικός αποκλεισμός, μετά την καταβολή εκ μέρους της Ελλάδας χρηματικής εγγύησης 340.000 δραχμών (της εποχής εκείνης) άρχισε το νησί να κατοικείται από τους σημερινούς του κατοίκους.
Σημειώνεται ότι παρά το ενδιαφέρον που είχε επιδείξει το Λιμεναρχείο Γυθείου από το 1986, σε εκδήλωση ναυτικής εβδομάδας για την καθιέρωση εορτασμού της ένωσης της Ελαφονήσου με την Ελλάδα αυτή γιορτάσθηκε για πρώτη φορά στις 6 Ιουλίου του 2003 έπειτα από τις πολυετεις προσπάθειες του καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κωνσταντίνου Μέντη.